ισότροπος — η, ο (Α ἰσότροπος, ον) νεοελλ. 1. μαθ. φρ. «ισότροπη ευθεία» φανταστική ευθεία τής οποίας κάθε τμήμα είναι μηδενικού μήκους 2. φυσ. χημ. όρος που χαρακτηρίζει σώματα ή μέσα, οι μακροσκοπικές ιδιότητες τών οποίων σε οποιοδήποτε σημείο τους δεν… … Dictionary of Greek
ισότροπος ακτινοβολητής — Μία ιδανική φανταστική κεραία που εκπέμπει προς όλες τις διευθύνσεις ηλεκτρομαγνητική ενέργεια ίσης έντασης και παρουσιάζει σε κάθε επίπεδο κυκλική ισοκατανομή. Κεραίες με ιδιότητες όσο γίνεται πλησιέστερες προς αυτές της ισοτρόπου κεραίας… … Dictionary of Greek
ισοτροπία — Φαινόμενο κατά το οποίο οι ιδιότητες ενός μέσου είναι ανεξάρτητες από τη διεύθυνση προς την οποία εξετάζονται. Για παράδειγμα, τα φωτεινά κύματα στα ισότροπα μέσα διαδίδονται με την ίδια ταχύτητα, η θερμική αγωγιμότητα στα μέσα αυτά είναι η ίδια … Dictionary of Greek
ισ(ο)- — (ΑΜ ἰσ[ο]) α συνθ. λέξεων τής Αρχαίας Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα που σημαίνει: α) ισότητα ή ομοιότητα προς αυτό που δηλώνει το β συνθ. (ἴσανδρος, ἰσάνθρωπος, ἰσαπόστολος) β) ισοδυναμία ή ισοτιμία τού α προς το β συνθ … Dictionary of Greek
ισοτροπώ — ἰσοτροπῶ, έω (Α) [ισότροπος] έχω τους ίδιους τρόπους, τα ίδια ήθη … Dictionary of Greek
ραδιοαστρονομία — Κλάδος της αστρονομίας, που ασχολείται με τη μελέτη των ηλεκτρομαγνητικών ακτινοβολιών, οι οποίες εκπέμπονται στη συχνότητα των ραδιοκυμάτων από τον Ήλιο, τους αστέρες και τη διαστρική ύλη και που μπορούν να γίνουν αντιληπτές με ραδιοφωνικούς… … Dictionary of Greek